Χοιροσφάγια. Κάποιοι διατηρούν ακόμη την οικογενειακή παράδοση στη Σέριφο.
Κείμενο - Φωτογραφίες - Βίντεο - Επιμέλεια : Ιωσήφ Παπαδόπουλος.
Περιπλανώμενος τόσα χρόνια στην ελληνική περιφέρεια, έχω σκεφτεί ότι θα μπορούσαμε να είμαστε ο πιο προνομιούχος, ο πιο ευτυχισμένος λαός αυτού του πλανήτη. Ο λαός με την ωραιότερη χώρα, το ιδανικότερο κλίμα, τον απίστευτο ορυκτό πλούτο, τη μεγάλη ιστορία και τον πολιτισμό. Θα μπορούσαμε αν... αν... αν... Δεκάδες αν, που δεν είναι ωστόσο της παρούσης να απαριθμήσω.
Στο πρόσφατο σύντομο ταξίδι μου στη Σἐριφο βεβαιώθηκα γι' αυτό. Γιατί όταν βαπτισθείς στην κολυμπήθρα των εθίμων και της παράδοσης και γίνεις κομμάτι μιας ελληνικής οικογένειας που ζει με αυτήν, δεν μπορείς παρά να ανατρέξεις στις ρίζες σου, να συγκινηθείς και να νοιώσεις υπερἠφανος που έτυχε να γεννηθείς στην Ελλάδα από Έλληνες γονείς! Και το λέω αυτό χωρίς ίχνος ρατσισμού ή ξενοφοβίας.
Αυτή τη φορά πήγα στη Σέριφο - και πρέπει να το αναφέρω αυτό - χάρις στην προσφορά των εισιτηρίων που μου έδωσε η "ΖΑΝΤΕ FERRIES", με μοναδικό σκοπό να βιντεοσκοπήσω τα χοιροσφάγια. Ένα έθιμο που χάνεται στον χρόνο και, δυστυχώς, έχει χάσει και ένα κομμάτι της αίγλης του λόγω της συρρίκνωσης του πληθυσμού και της μετανάστευσης των νέων στην Αθήνα ή στο εξωτερικό.
Φθάνοντας στο νησί άρχισα να κάνω έρευνα... αγοράς. Αυτό που σε πρώτη φάση κατάλαβα, είναι ότι το έθιμο των χοιροσφάγιων δεν γίνεται πια με όρους παρελθόντος. Απλώς κάποιες οικογένειες εκτρέφουν χοιρινά και κάθε Νοέμβριο εκμεταλλεύονται κάθε εκατοστό του σώματός τους για να φτιάξουν λούζες, πηχτή, λουκάνικα, σύγκλινα και τσιγαρίδες ανάμεσα σε γέλια, πειράγματα και βέβαια φαγοπότι που κρατάει όλη μέρα!
Δυσκολεύτηκα, είναι αλήθεια, να εντοπίσω κάποιον κάτοικο του νησιού που θα διατηρούσε το έθιμο κατά την διάρκεια της τετραήμερης παρουσίας μου στη Σέριφο αλλά, τελικώς, τον βρήκα στο πρόσωπο της Μαρίας Γεροντάρη η οποία με προσκάλεσε στο σπιτάκι τής μικρής χαράδρας, κάτω απ' τον οικισμό της Παναγιάς, όπου θα έφτιαχνε όλα αυτά τα υπέροχα πράγματα με την βοήθεια της οικογενείας της.
Ενώ ο καιρός τις πρώτες δύο ημέρες ήταν σχεδόν ανοιξιάτικος, τα ξημερώματα εκείνης της ημέρας άρχισε να βρέχει. Άφησα λοιπόν κατά μέρος το παπί και έφυγα απ' το Λιβάδι με το αυτοκινούμενο. Μέχρι να φθάσω στη Χώρα η βροχή σταμάτησε αλλά εγώ δεν είχα πια διάθεση να γυρίσω στο λιμάνι για αλλαγή μεταφορικού μέσου. Περπάτησα μέχρι την κορυφή της Χώρας για να τραβήξω μερικά εναέρια πλάνα με το drone και συνέχισα με κατεύθυνση προς τη Συκαμιά.
Στο ύψος της Παναγιάς τηλεφώνησα στη Μαρία για να της ζητήσω να με καθοδηγήσει πώς να φθάσω στο σπίτι της. Τελικώς, μετά από κάμποση ώρα περιπλάνησης και πισωγυρισμάτων - με τα πισωγυρίσματα αυτά να γίνονται εφιάλτης για το οκτάμετρο σχεδόν όχημα στους στενούς αγροτικούς δρόμους - κατάφερα να παρκάρω δίπλα στον τοίχο του νεκροταφείου και να κατηφορίσω με τα πόδια στον λασπωμένο χωματόδρομο μέχρι το σπιτάκι των Γεροντάρηδων. Από κοντά και η Τζίνα Προκοπίου, που με είχε συνοδεύσει μέχρι εκεί. Όταν όμως είδε στη συνέχεια ότι τα πράγματα χειροτέρεψαν και η κατάσταση του δρόμου έγινε ανεξέλεγκτη, έκανε μεταβολή και επέστρεψε με το αυτοκίνητό της στη Χώρα.
Παρόντες στο σπιτάκι, εκτός από τη Μαρία Γεροντάρη, ο σύζυγός της Δημήτρης, τα δύο παιδιά τους, ο Φραγκίσκος και η Πόπη, η κυρία Αντωνία Γεροντάρη με τον σύζυγό της Γιώργο, ο Αντώνης Γεροντάρης και ο Γιακουμής Σκιαδάς. Το μοναδικό μέλος εκείνης της απίθανης παρέας που το επώνυμό του δεν ήταν Γεροντάρης!
Όταν έφθασα, η ιεροτελεστία είχε ήδη αρχίσει. Ο Φραγκίσκος, βοηθούμενος από τον Γιακουμή, έκοβε το γουρούνι εις τα εξ ων συνετέθη, η Πόπη ήταν ο "μπαλαντέρ" που έπαιζε ανάμεσα στη χειροκίνητη μηχανή του κιμά, στο πλύσιμο των σκευών και στο ψήσιμο του μεζέ, η κυρία Αντωνία είχε αναλάβει τα συκωτάκια και το φρικασέ, ο Δημήτρης με τον Αντώνη τη φωτιά και το τσιγάρισμα του λίπους, που όταν ροδοκοκκίνιζε θύμιζε... λουκουμάδες, ο κυρ Γιώργος έδινε οδηγίες και παρακολουθούσε εάν γίνονται όλα σωστά, ενώ η Μαρία ήταν η πανταχού παρούσα και τα πάντα πληρούσα! Ένας μαέστρος με ειδικά προσόντα που έκανε για όλες τις δουλειές! Αυτή έφτιαξε το μείγμα με τα πέντε διαφορετικά μπαχαρικά, έστησε το μεσημεριανό τραπέζι, προετοίμασε την πηχτή, γέμισε τις λούζες και τα λουκάνικα, βοηθούμενη πάντως από την κυρία Αντωνία και τον Γιακουμή, ο οποίος αρνιόταν πεισματικά να φουσκώσει τα έντερα!
Και ανάμεσα σε όλα αυτά, τα γέλια, τα πειράγματα, οι μεζέδες και το ροζέ κρασί απ' το βαρέλι του Αντώνη έδιναν και έπαιρναν. "Βγάλε μια φωτογραφία τα ονόματα που φαίνονται πάνω στο βαρέλι", μου είπε κάποια στιγμή ο Αντώνης, και συνέχισε. "Θέλω να τιμήσω τη γυναίκα μου Ευαγγελία που την έχασα πριν από μερικούς μήνες. Ήταν πολύ καλό παιδί". Και ενώ τα έλεγε αυτά έστρεψε αλλού το προσωπό του προσπαθώντας να κρύψει τη συγκίνησή του...
Έφυγα απ' το σπιτάκι της χαράδρας του παράδεισου, λίγο πριν πέσει το σκοτάδι, εκφράζοντας τη χαρά και την ευγνωμοσύνη μου προς εκείνους του οκτώ απίθανους τύπους που με δέχθηκαν ανάμεσά τους και με φιλοξένησαν σαν να ήμουν δικός τους άνθρωπος. Καθώς ανηφόριζα το χωμάτινο δρομάκι προς το νεκροταφείο, σκέφτηκα πόσα χάνουν οι κάτοικοι των μεγάλων πόλεων και θύμωσα στη σκέψη για τις τεράστιες ευθύνες (σε βαθμό κακουργήματος) που έχουν όλοι αυτοί που κυβέρνησαν τη χώρα, μετά τη μεταπολίτευση, και οι οποίοι έκαναν ό,τι περνούσε απ' το χέρι τους για να ρημάξουν την επαρχία και, μαζί μ' αυτήν, ολόκληρη την Ελλάδα. Πρωθυπουργοί, μάλιστα, που έμειναν στην ιστορία σαν "εθνάρχες"!
Ευχαριστώ την "ZANTE FERRIES" και προσωπικώς τον διευθύνοντα σύμβουλο και φίλο μου Νίκο Κάρδαρη.
Δείτε το βίντεο που ακολουθεί μέχρι τέλους. Έχει ενδιαφέρον, πιστέψτε με.